προικοφόρος

προικοφόρος
προικο-φόρος, , =
A dotata, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προικοφόρος — ὁ, ἡ, Α 1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη 2. το θηλ. νύφη με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, οικός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • προικοφορούμαι — έομαι, Μ [προικοφόρος] 1. παίρνω ως προίκα, προικίζομαι 2. μτφ. παίρνω κάτι ως δώρο από κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”